hazard
From LSJ
Ταμιεῖον ἀνθρώποισι σωφροσύνη μόνη → Magnum horreum est hominibus temperantia → Ihr Vorratsschatz ist Menschen Mäßigung allein
English > Greek (Woodhouse)
subs.
P. and V. κίνδυνος, ὁ, ἀγών, ὁ, τὸ δεινόν, or pl. Chance: P. and V. συμφορά, ἡ, τύχη, ἡ, Ar. and P. συντυχία, ἡ. At haphazard, adv.: P. and V. εἰκῆ. v. trans. Risk: Ar. and P. παραβάλλεσθαι, παρακινδυνεύειν, κινδυνεύειν (dat., or περί, gen., or cognate acc.), P. ὑποτιθέναι, V. παραρρίπτειν, προβάλλειν, προτείνειν; see risk. Hazard everything: P. διακινδυνεύειν (absol.). Be at hazard: V. ἐν ῥοπῇ κεῖσθαι, P. κινδυνεύεσθαι.