προσαμύνω

Revision as of 22:00, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")

English (LSJ)

[ῡ], come to aid, τινι Il.2.238, cf. 5.139, 16.509, Plu. Them.9, al.

German (Pape)

[Seite 748] Jemandem beistehen, zu Hülfe kommen, τινί; Il. 2, 238. 16, 509; oft bei Plut., z. B. Them. 9.

French (Bailly abrégé)

venir au secours de, secourir, τινι.
Étymologie: πρός, ἀμύνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-αμύνω te hulp komen, met dat.

Russian (Dvoretsky)

προσᾰμύνω: (ῡ) приходить на помощь (τινί Hom., Plut.).

Greek Monolingual

Α
έρχομαι σε βοήθεια, υπερασπίζω κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἀμύνω «υπερασπίζω, συντρέχω»].

Greek Monotonic

προσᾰμύνω: [ῡ], μέλ. -αμῠνῶ, έρχομαι σε βοήθεια, τινί, σε Ομήρ. Ιλ.

Greek (Liddell-Scott)

προσᾰμύνω: [ῡ], ἔρχομαι εἰς βοήθειαν, τινὶ Ἰλ. Β. 238, Ε. 139, Π. 509, Πλούτ.

Middle Liddell

fut. -αμῠνῶ
to come to aid, τινί Il.