σκυτοτομεῖον

Revision as of 23:55, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")

English (LSJ)

τό, cobbler's, cobbler's shop, shoemaker's shop, Lys.24.20, Macho ap.Ath. 13.581d (v.l. σκυτοτόμιον).

German (Pape)

[Seite 909] τό, = σκυτοτόμιον, Lys. 24, 20.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
atelier ou boutique de cordonnier.
Étymologie: σκυτοτόμος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκυτοτομεῖον -ου, τό [σκυτοτόμος] werkplaats of winkel van een schoenmaker, schoenmakerij.

Russian (Dvoretsky)

σκῡτοτομεῖον: τό сапожная мастерская Lys.

Greek (Liddell-Scott)

σκῡτοτομεῖον: τό, τὸ ἐργαστήριον τοῦ σκυτοτόμου ἢ ὑποδηματοποιοῦ, Λυσ. 170. 9, Μάχων παρ’ Ἀθην. 581D (διάφορ. γραφ. -ιον).

Greek Monolingual

και σκυτοτόμιον, τὸ, Α σκυτοτόμος
το εργαστήρι του σκυτοτόμου, υποδηματοποιείο.

Translations

Finnish: suutari, suutarinverstas; French: cordonnerie; German: Schusterladen; Volapük: jukinägedöp