δεῖος

From LSJ
Revision as of 11:10, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2")

ἔστι δίκης ὀφθαλμός ὃς τά πανθ' ὁρᾶ → there is an eye of justice that sees everything, all-seeing justice

Source

French (Bailly abrégé)

(τό) :
épq.
c. δέος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δεῖος zie δῖος.

Russian (Dvoretsky)

δεῖος:
I только gen. δείους τό Hom. = δέος.
II ὁ дий (один из музыкальных ладов) Plut.

Greek (Liddell-Scott)

δεῖος: τό, Ἐπ. ἀντὶ τοῦ δέος (ὡς κλεῖος ἀντὶ τοῦ κλέος), χλωροὶ ὑπαὶ δείους Ἰλ. Ο. 4.

Greek Monotonic

δεῖος: τό, Επικ. αντί δέος, σε Ομήρ. Ιλ.