Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter
Menander, Monostichoi, 171
German (Pape)
[Seite 695] ακος, ὁ, dor. = δόναξ, Theocr. 20, 29.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δῶναξ -ακος, ὁ Dor. voor δόναξ.
Russian (Dvoretsky)
δῶναξ: ακος ὁ Theocr. = δόναξ.
Greek (Liddell-Scott)
δῶναξ: ὁ, Δωρ. ἀντὶ δόναξ, Θεόκρ. 20. 29.
Greek Monotonic
δῶναξ: ὁ, Δωρ. αντί δόναξ.