συναλιάζω

Revision as of 11:23, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2")

English (LSJ)

Dor. 3 sg. aor. ξυναλίαξε, (> ἁλία) = συναλίζω (bring together, collect, assemble, come together, associate with others, eat salt with, eat at the same table with)¹, Ar. Lys. 93.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-ᾱλιάζω, Dor. zie συναλίζω

Russian (Dvoretsky)

συνᾱλιάζω: созывать, собирать (τὸν στόλον τῶν γυναικῶν Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

συνᾱλιάζω: μέλλ. -ξω, (ἁλία) = τῷ ἑπομ., Ἀριστοφ. Λυσ. 93.

Greek Monolingual

Α
συναλίζω (Ι), συναθροίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἁλία (Ι) «λαϊκή συνάθροιση, συνέλευση»].