ξυλισάμενοι ὀλίγα κομμάτια → having gathered a few pieces of wood
Source
French (Bailly abrégé)
Cp. de αἰσχρός.
Russian (Dvoretsky)
αἰσχίων: compar. к αἰσχρός.
Greek (Liddell-Scott)
αἰσχίων: αἴσχιστος, συγκρ. καὶ ὑπερθ. τοῦ αἰσχρός, ὃ ἴδε.
Greek Monotonic
αἰσχίων: αἴσχιστος, συγκρ. και υπερθ. του αἰσχρός.