βραδυπειθής

Revision as of 12:32, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

ές, (πείθομαι) A slow to be persuaded, AP5.286 (Agath.). II reluctant, Nonn.D.4.313.

Spanish (DGE)

(βρᾰδῠπειθής) -ές
1 de pers. que se hace de rogar, difícil de convencer, AP 5.287.7, 299.7 (ambos Agath.), θυμός Nonn.Par.Eu.Io.3.18.
2 titubeante de la pezuña de una vaca, e.e. de su paso, Nonn.D.4.313.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
lent à se laisser persuader, lent à obéir.
Étymologie: βραδύς, πείθομαι.

Russian (Dvoretsky)

βρᾰδυπειθής: несговорчивый, неподатливый Anth.

Greek (Liddell-Scott)

βραδῠπειθής: -ές, (πείθομαι) ὁ δύσκολος εἰς τὸ νὰ πεισθῇ ἢ πιστεύση, Ἀνθ. ΙΙ. 5. 287.

Greek Monotonic

βρᾰδῠπειθής: -ές (πείθομαι), δύσπιστος, σε Ανθ.

Middle Liddell

[πείθομαι]
slow to believe, Anth.