διουρίζω
From LSJ
Oἱ δὲ Ἀθηναῖοι ἦσαν ἐν μεγάλῳ κινδύνῳ... (adaptation of Herodotus 6.105) → The Athenians were in great danger...
English (LSJ)
Ion. for διορίζω, Hdt. II percolate, Orib.Fr.97.
Spanish (DGE)
filtrar μετακένου (sic) τὸ ὑγρὸν ἐν χαλκῷ ἀγγείῳ, ὡς μὴ διουρίσῃ trasvasa el líquido a un vaso de bronce, para que no lo filtre Orib.Ec.96.3.
v. διορίζω.
French (Bailly abrégé)
ion. c. διορίζω.
Russian (Dvoretsky)
διουρίζω: ион. = διορίζω.
Greek (Liddell-Scott)
διουρίζω: Ἰων. ἀντὶ διορίζω, Ἡρόδ.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
διουρίζω: Ιων. αντί διορίζω.