δορυπαγής

Revision as of 12:55, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

[ῠ], ές, compact of beams, νῆας A.Supp.743 (lyr.):—Ion. δουροπ- Opp.H.1.358.

Spanish (DGE)

(δορῠπᾰγής) -ές
de maderas bien ensambladas νῆες A.Supp.743. Cf. δουροπαγής.

German (Pape)

[Seite 660] ές, aus Balken zusammengefügt; νῆες Aesch. Suppl. 794; vgl. δουροπαγής.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
construit en bois.
Étymologie: δόρυ, πήγνυμι.

Russian (Dvoretsky)

δορυπᾰγής: v.l. = δοριπαγής.

Greek (Liddell-Scott)

δορῠπᾰγής: -ές, συμπεπηγμένος ἐκ δοκῶν, νῆας Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 743, πρβλ. δρυοπαγής· ― Ἰων. δουροπ-, Ὀππ. Ἁλ. 1. 358.

Greek Monolingual

δορυπαγής και δουροπαγής, -ές (Α)
(για πλοίο) που αποτελείται από συναρμοσμένα ξύλα.