εὐδαιμόνισμα
From LSJ
Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commode → Gut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst
English (LSJ)
ατος, τό, A that which is thought to be a happiness, Pl.Ep.354c. II congratulation, App.BC4.16.
German (Pape)
[Seite 1060] τό, das als ein Glück Geschätzte, Plat. Ep. VIII, 354 c; das Glücklichpreisen, App. Civ. 4, 16.
Russian (Dvoretsky)
εὐδαιμόνισμα: ατος τό то, что считается счастьем (ἀνοήτων εὐ. ἀνθρώπων Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐδαιμόνισμα: τό, ὅ,τι θεωρεῖται ὡς εὐδαιμονία, Πλάτ. Ἐπιστ. 354C. ΙΙ. συγχαρητήριον, Ἀππ. Ἐμφυλ. 4. 16.
Greek Monolingual
εὐδαιμόνισμα, τὸ (Α) ευδαιμονίζω
1. ό,τι θεωρείται ως ευδαιμονία
2. τα συγχαρητήρια.