δύσβρωτος

From LSJ
Revision as of 13:10, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming

Source

German (Pape)

[Seite 677] ungenießbar, Plut. Symp. 4, 4, 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à manger.
Étymologie: δυσ-, βιβρώσκω.

Russian (Dvoretsky)

δύσβρωτος: негодный для еды, неудобоваримый (τροφή Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

δύσβρωτος: -ον, ὃν δυσκόλως δύναταί τις νὰ φάγῃ, Πλούτ. 2. 668E.

Spanish (DGE)

-ον
difícil de masticar δύσβρωτα ... καὶ δυσκατάποτα Sud.s.u. κύων παρ' ἐντέροις.

Greek Monolingual

δύσβρωτος, -ον (Α)
αυτός που τρώγεται δύσκολα.