μάγνης

From LSJ
Revision as of 14:15, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

ὃ σὺ μισεῖς ἑτέρῳ μὴ ποιήσεις → don't do to others what you don't want them to do to you

Source

German (Pape)

[Seite 79] ητος, ἡ, s. nom. pr., davon λίθος μαγνήτης od. μαγνῆτις, auch μαγνήσιος, der Magnetstein, der früher λίθος Ἡρακλεία hieß, vgl. Plat. Ion 533 d, ἐν τῇ λίθῳ, ἣν Εὐριπίδης μὲν Μαγνῆτιν ὠνόμασεν, οἱ δὲ πολλοὶ Ἡρακλείαν; Diosc. u. a. Sp., Ep. ad. 30 (XII, 152). – Auch ein dem Silber ähnliches Mineral, das verarbeitet u. gedreht wurde, vielleicht eine Talkart, s. Buttm. in Wolfs Anal. II p. 5 ff.

Russian (Dvoretsky)

μάγνης: ητος ὁ магнит (σιδηραγωγός Sext.).

Greek (Liddell-Scott)

μάγνης: «κυβευτικοῦ βόλου προσηγορία» Ἡσύχ.
ητος, ὁ, κάτοικος τῆς ἐν Θεσσαλίᾳ Μαγνησίας, Ἰλ. Β. 756, Σοφ. Ἠλ. 705, κτλ.· ἢ τῆς ἐν Λυδίᾳ, Ἡρόδ. 3. 40, κτλ.· θηλ. Μάγνησσα, Θεόκρ. 22. 79· - ἐπίθ. Μαγνητικός, ή, όν, ἀνήκων εἰς τὸν Μάγνητα ἢ τὴν Μαγνησίαν, Αἰσχύλ. Πέρσ. 492· θηλ. Μαγνῆτις, ιδος, ἵππος Πινδ. Π. 2. 85. ΙΙ. Μαγνῆτις λίθος, ἡ, ὁ μαγνήτης, Εὐρ. Ἀποσπ. 571, πρβλ. Πλάτ. Ἴωνα 533D, Εὔβουλ. ἐν «Ὀρθάνῃ» 2· ὡσαύτως, ἡ Μαγνησία λίθος Ἱππ. 543. 28, Ἀχ. Τάτ. 1. 17· ἡ Μάγνησσα Ὀρφ. Λιθ. 302· ὁ Μάγνης λίθος Διοσκ. 5. 148, Πορφύρ. π. Ἀποχ. Ἐμψ. 4. 20· ὁ Μάγνης μόνον, Ἀλέξ. Ἀφρ.· πρβλ. Ἡράκλειος. 2) Μαγνῆτις λίθος, ὡσαύτως, ὀρυκτόν τι ὁμοιάζον πρὸς ἄργυρον, Θεοφρ. π. Λίθ. 41· ἴδε Buttm. ἐν Wolf’s Mus. 2. σ. 5 ἑξ.

Spanish

piedra imán