μερίμνημα

Revision as of 14:25, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

Dor. μερίμν-ᾱμα, ατος, τό, anxiety, in plural, Pi. Fr.277, 278, S.Ph.186 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 134] τό, Sorge, Besorgniß; ἀλεγεινά, Pind. frg. 245; ἀνήκεστα μεριμνήματ' ἔχων βάρη, Soph. Phil. 187.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
soin, souci, inquiétude.
Étymologie: μεριμνάω.

Russian (Dvoretsky)

μερίμνημα: дор. μερίμνᾱμα, ατος τό забота, тревога, волнение (ἀλεγεινόν Pind.; βαρύ Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

μερίμνημα: τό, μέριμνα, ἀνησυχία, Πινδ. Ἀποσπ. 245, 251, Σοφ. Φιλ. 186.

Greek Monolingual

μερίμνημα, το (ΑM, Μ δωρ. τ. μερίμναμα) μεριμνώ
μέριμνα, φροντίδα
μσν.
αντικείμενο μέριμνας.

Greek Monotonic

μερίμνημα: -ατος, τό, ανησυχία, σε Σοφ.

Middle Liddell

μερίμνημα, ατος, τό, [from μεριμνάω
anxiety, Soph.