μικροληψία
From LSJ
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
English (LSJ)
ἡ, acceptance of small presents, Plb.5.90.5.
German (Pape)
[Seite 184] ἡ, das Annehmen kleiner Geschenke, Pol. 5, 90, 5.
Russian (Dvoretsky)
μῑκροληψία: ἡ принятие маленьких подарков Polyb.
Greek (Liddell-Scott)
μῑκροληψία: ἡ, τὸ δέχεσθαι ἢ λαμβάνειν μικρὰ δῶρα, Πολύβ. 5. 90, 5.
Greek Monolingual
μικροληψία, ἡ (Α)
το να λαμβάνει κανείς μικρά, ευτελή δώρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο)- + -ληψία, μέσω ενός αμάρτυρου μικρολήπτης].