οἰναρίς

Revision as of 15:00, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

ίδος, ἡ, vine-tendril or branch, = κλῆμα, Hp.Mul.2.206.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ὁ) :
bourgeon ou pampre de vigne.
Étymologie: οἴνη.

Russian (Dvoretsky)

οἰναρίς: ίδος (ῐδ) ἡ виноградный лист или усик.

Greek (Liddell-Scott)

οἰνᾰρίς: -ίδος, ἡ, κλῆμα ἀμπέλου, κληματίς, Ἱππ. 673. 47.

Greek Monolingual

οἰναρίς, -ίδος, ἡ (Α) οίναρον
1. το κλήμα («οἰναρίδας
τὰ κλήματα τῶν ἀμπέλων», Ερωτιαν.)
2. (κατά τον Ησύχ.) «οἰναρίς
κληματίς», κληματσίδα.