ξηροτροφικός

From LSJ
Revision as of 15:10, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid

Menander, Monostichoi, 471

German (Pape)

[Seite 279] ή, όν, auf dem Trocknen lebend, trockne Nahrung liebend, Plat. Polit. 264 d.

Russian (Dvoretsky)

ξηροτροφικός: питающийся (т. е. живущий) на суше, сухопутный Plat.

Greek (Liddell-Scott)

ξηροτροφικός: -ή, -όν, ὁ ζῶν καὶ τρεφόμενος ἐπὶ τῆς ξηρᾶς, Πλάτ. Πολιτ. 264D, E.

Greek Monolingual

ξηροτροφικός, -ή, -όν (Α)
(μόνο το ουδ. ως ουσ.) τo ξηροτροφικόν
η εκτροφή ζώων της ξηράς, σε αντιδιαστολή προς το υγροτροφικόν, δηλ. την εκτροφή θαλάσσιων ζώων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξηρά + -τροφικός (< -τρόφος < τρέφω), πρβλ. υγρο-τροφικός: