πεζοφανής

From LSJ
Revision as of 15:13, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεζοφᾰνής Medium diacritics: πεζοφανής Low diacritics: πεζοφανής Capitals: ΠΕΖΟΦΑΝΗΣ
Transliteration A: pezophanḗs Transliteration B: pezophanēs Transliteration C: pezofanis Beta Code: pezofanh/s

English (LSJ)

ές, (φαίνομαι) like prose, Procl.in Alc.p.292 C. (Comp.).

German (Pape)

[Seite 543] ές, wie Prosa aussehend, der Prosa ähnlich, sp. Gramm.

Russian (Dvoretsky)

πεζοφᾰνής: рит. похожий на прозу.

Greek (Liddell-Scott)

πεζοφᾰνής: -ές, (φαίνομαι) ὅμοιος πρὸς πεζὸν λόγον Ρήτορες (Walz) 5. 472.

Greek Monolingual

-ές, Α
(ιδίως για λόγο) ο όμοιος με τον πεζό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεζός + -φανής (< θ. φαν- του φαίνω / φαίνομαι, πρβλ. παθ. αόρ. β' -φάν-ην), πρβλ. μεγαλο-φανής].