Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
ao. itér. épq. de στρέφω.
στρέψασκον: эп. aor. iter. к στρέφω.
στρέψασκον: ἴδε στρέφω.
see στρέφω.
στρέψασκον: Επικ. παρατ. του στρέφω.