φύλλωμα

From LSJ
Revision as of 16:50, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 277
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φύλλωμα Medium diacritics: φύλλωμα Low diacritics: φύλλωμα Capitals: ΦΥΛΛΩΜΑ
Transliteration A: phýllōma Transliteration B: phyllōma Transliteration C: fylloma Beta Code: fu/llwma

English (LSJ)

ατος, τό, foliage, D.S. 3.19 (pl.).

German (Pape)

[Seite 1315] τό, Belaubung, Laub, D. Sic.

Russian (Dvoretsky)

φύλλωμα: ατος τό листва: ἐλαῖαι πυκναὶ τοῖς φυλλώμασι Diod. масличные деревья с густой листвой.

Greek (Liddell-Scott)

φύλλωμα: τό, τὰ φύλλα δένδρου ἐν συνόλῳ, τὸ σύνολον πυκνῶν φύλλων δένδρου, ἐλάται πυκναὶ τοῖς φυλλώμασι Διόδ. 3. 19.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ
φυλλῶ
το σύνολο τών φύλλων ενός φυτού
νεοελλ.
το σύνολο τών τύπων τών φύλλων που απαντούν στα φυτά.