ἀναπίτνημι
τοῖς οἰκείοις βουλεύμασιν ἁλίσκεσθαι → hoist by one's own petard, hoist with one's own petard, hoist on one's own petard, hoisted by one's own petard, be hoist with one's own petard
English (LSJ)
poet. for ἀναπετάννυμι, inf. -πιτνάμεν Pi.O.6.27.
Spanish (DGE)
1 abrir de par en par πύλας ὕμνων ἀναπιτνάμεν αὐταῖς Pi.O.6.27
•en v. med. abrirse de par en par θύραι Pi.N.9.2.
2 en v. med. echarse de espaldas ἀλώπηξ αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει Pi.I.3.65.
German (Pape)
[Seite 202] p. = ἀναπετάννυμι, Pind. Ol. 6, 27; Nic. Al. 435; – aber ἀλώπηξ ἀναπιτναμένα Pind. I. 3, 65, der sich zurückbiegt, = ἀναπίπτουσα.
Russian (Dvoretsky)
ἀναπίτνημι: Pind. (inf. ἀναπιτνάμεν) = ἀναπετάννυμι.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναπίτνημι: ποιητ. ἀντὶ ἀναπετάννυμι, Πινδ. Ο. 6. 45.
Greek Monolingual
ἀναπίτνημι (Α)
ποιητικός τύπος του αναπετάννυμι.
Greek Monotonic
ἀναπίτνημι: ποιητ. αντί ἀνα-πετάννυμι, σε Πίνδ.