ἀπαιολάω

Revision as of 18:10, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

perplex, confound, E.Ion549; ἀ. τινὰ τῆς ἀληθείας Babr. 95.99:—also ἀπαιολέω, Sch.Ar.Nu.1150.

German (Pape)

[Seite 275] (od. ἀπαιολέω, Schol. Ar. Nub. 1134), nach Möris attisch für ἀποπλανάω, irre machen, täuschen, Eur. Ion. 549, wo Herm. ἀποιολεῖ schreibt; ἀπαιολῶσα τῆς ἀληθείης Babr. 95, 99.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
égarer en parl. d'un doute qui égare la pensée : τινά τινος BABR tromper qqn au sujet de qch.
Étymologie: ἀπαιόλη.

Russian (Dvoretsky)

ἀπαιολάω: сбивать с толку, вводить в заблуждение (τινα Eur.; τινά τινος Babr.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαιολάω: περιπλέκω, συγχέω, παραπλανῶ, Εὐρ. Ἴων, 549· ἀπ. τινα τῆς ἀληθείας Βάβρ. 95. 99. - Ὁ Σχολ. τοῦ Ἀριστοφ. ἔχει ἀπαιολέω.

Greek Monotonic

ἀπαιολάω: μέλ. -ήσω, περιπλέκω, προκαλώ σύγχυση, παραπλανώ, σε Ευρ.

Middle Liddell

[from ἀπαιόλη
to perplex, confound, Eur.