ἀποτριβή

Revision as of 18:15, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

ἡ, rubbing away, wearing out, depreciation, τῶν σκευῶν D.50.28; damage, ὥστε μηδεμίαν ἀ. τῷ δημοσίῳ συμβῆναι, = ne quid detrimenti res publica caperet, D.C.37.31.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ
1 uso, desgaste, deterioro τῶν σκευῶν D.50.28, πόας Plu.2.325b.
2 daño ὥστε μηδεμίαν ἀποτριβὴν τῷ δημοσίῳ συμβῆναι D.C.37.31.2.

German (Pape)

[Seite 332] ἡ, das Abreiben, Abnutzen, σκευῶν Dem. 50, 28; καὶ περιολίσθησις γεωδῶν Plut. Cam. 26; detrimentum, Dio Cass. 37, 31.

Russian (Dvoretsky)

ἀποτρῐβή:изнашивание, износ (τῶν σκευῶν Dem.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀποτρῐβή: ἡ, τὸ ἀποτρίβεσθαι, ἡ ἐκ πολλῆς χρήσεως γινομένη ἀποτριβὴ πράγματος ἢ σκεύους τινός, κοινῶς «φάγωμα» ὡς τὸ Λατ. trimentum, περὶ δ’ ἀποτριβῆς τῶν σκευῶν Δημ. 1215. 22: βλάβη, Δίων Κ. 37. 31.

Greek Monolingual

η (Α ἀποτριβή)
η φθορά ενός πράγματος εξαιτίας της συνεχούς χρήσης
αρχ.
βλάβη, ζημιά.

English (Woodhouse)

wear and tear