ἀχορηγησία
English (LSJ)
ἡ, want of supplies, Plb.5.28.4, 28.8.6.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ falta de recursos materiales Plb.28.8.6.
German (Pape)
[Seite 419] ἡ, Mangel an Zufuhr u. Mitteln überhaupt, Pol. 28, 8.
Russian (Dvoretsky)
ἀχορηγησία: ἡ недостаток или отсутствие средств к существованию Polyb.
Greek (Liddell-Scott)
ἀχορηγησία: ἡ, ἔλλειψις τῶν ἐπιτηδείων, Πολύβ. 28. 8, 6· ἐφθαρμένος τύπος τοῦ ἀχορηγία, αὐτόθι 5. 28, 4.
Greek Monolingual
ἀχορηγησία και ἀχορηγία, η (Α)
έλλειψη προμηθειών ή εφοδίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αχορηγησία < αχορήγητος και ο τ. αχορηγία < α- στερ. + χορηγία.