ἐκγέγαα
From LSJ
τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds
English (LSJ)
ἐκγεγάονται, v. ἐκγίγνομαι.
French (Bailly abrégé)
3ᵉ duel ἐκγεγάτην, inf. ἐκγεγάμεν, part. dat. masc. ἐκγεγαῶτι, fém. ἐκγεγαυῖα;
pf. épq. de ἐκγίγνομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἐκγέγαα: эп. pf. к ἐκγίγνομαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκγέγᾰα: ποιητ. πρκμ. τοῦ ἐκγίγνομαι, ὃ ἴδε.
Greek Monotonic
ἐκγέγᾰα: ποιητ. παρακ. του ἐκγίγνομαι.