nobility
From LSJ
Ξένῳ μάλιστα συμφέρει τὸ σωφρονεῖν → Bene se modeste gerere peregrinum decet → Den größten Nutzen bringt dem Gast Bescheidenheit
English > Greek (Woodhouse)
subs.
High birth: P. and V. γενναιότης, ἡ, τὸ γενναῖον. εὐγένεια, ἡ (Plat.). Eminence: P. and V. τιμή, ἡ, ἀξίωμα, τό, δόξα, ἡ. Nobility of character: P. and V. γενναιότης, ἡ, τὸ γενναῖον, Ar. and P. ἀνδραγαθία, ἡ, P. μεγαλοφροσύνη, ἡ. Nobility of appearance: P. and V. σεμνότης, ἡ. The nobility, the nobles: use P. οἱ δυνατώτατοι.