σεμνότης

From LSJ

Αὐτάρκης ἔσῃ, ἂν μάθῃς τί τὸ καλὸν κἀγαθόν ἐστι → You will be contented with your lot if you learn what the honourable and good is

Plutarch, De virtute et vitio
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σεμνότης Medium diacritics: σεμνότης Low diacritics: σεμνότης Capitals: ΣΕΜΝΟΤΗΣ
Transliteration A: semnótēs Transliteration B: semnotēs Transliteration C: semnotis Beta Code: semno/ths

English (LSJ)

σεμνότητος, ἡ,
A solemnity, dignity, σεμνότητ' ἔχει σκότος E.Ba.486, cf. X.Cyr.8.3.1, Isoc.12.242, Pl.Mx.235b; ἡ σεμνότης τοῦ ῥήματος D.Prooem.45; [τῆς λέξεως] Arist.Rh.1408b35; ἡ τοῦ τόπου σεμνότης Milet.1(9).368; also of persons, seriousness, dignity, ἐπὶ τῆς σεμνότητος αὐθάδεις ὑπολαμβάνεσθαι D.61.14, cf. Arist.Rh.1391a28, Ep.Tit.2.7, 1 Ep.Ti.2.2: in plural, σεμνότητες οὐκ ἀληθιναὶ ἀλλὰ πεπλασμέναι Isoc.6.98.
II of a girl, reserve or shyness, E.IA 1344.

German (Pape)

[Seite 872] σεμνότητος, ἡ, Ehrwürdigkeit, Heiligkeit, Eur. I. A. 1344 Bacch. 486; Majestät, Würde, übh. äußerer Anstand, Xen. Cyr. 8, 3, 1 Plat. Men. 235 b, u. Sp., τῆς προθέσεως Pol. 7, 14, 4, γέλως κωμικὸς ὑπὸ σεμνότητι φιλοσόφῳ, Luc. Prom. 7; im plur. neben αὐθάδειαι Isocr. 6, 98.

French (Bailly abrégé)

σεμνότητος (ἡ) :
1 gravité, majesté ; en parl. d'une jeune fille retenue, réserve ; αἱ σεμνότητες air de gravité;
2 en mauv. part gravité affectée, solennité;
NT: sainteté ; pureté.
Étymologie: σεμνός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σεμνότης, σεμνότητος, ἡ (σεμνός), eerbiedwaardigheid, plechtigheid, indrukwekkendheid:; σεμνότητ' ἔχει σκότος = duisternis heeft indrukwekkendheid Eur. Ba. 486; οὐ σεμνότητος ἔργον = er is geen behoefte aan plechtigheid Eur. IA 1344; ret. waardigheid (van stijl). Aristot. Rh. 1408b35.

Russian (Dvoretsky)

σεμνότης: σεμνότητος ἡ
1 торжественность, пышность, величавость (τῆς ἐξελάσεως Xen.; τοῦ ῥήματος Dem.): σεμνότητ᾽ ἔχει σκότος Eur. в темноте есть (какая-то) торжественность;
2 сдержанность, скромность Eur.;
3 серьезность, важность (σ. καὶ βαρύτης Arst.);
4 напыщенность (σ. φιλόσοφος Luc.);
5 благочестие (ἐν πάσῃ εὐσεβείᾳ καὶ σεμνότητι NT).

English (Strong)

from σεμνός; venerableness, i.e. probity: gravity, honesty.

English (Thayer)

σεμνητος, ἡ (σεμνός), that characteristic of a person or a thing which entitles to reverence or respect, dignity, gravity, majesty, sanctity: ἡ τοῦ ἱεροῦ σεμνότης, gravity (so R. V. uniformly (cf. Trench, p. 347)), honor, probity, purity: Euripides, Plato, Demosthenes, others.)

Greek Monotonic

σεμνότης: -ητος, ἡ (σεμνός),
I. σοβαρότητα, επισημότητα, αξιοπρέπεια, μεγαλοπρέπεια, σε Ευρ., Ξεν.
II. με αρνητική σημασία, σοβαροφάνεια, πομπώδης έκφραση, μεγαλοπρέπεια, κομπορρημοσύνη, σε Λουκ.· λέγεται για νεαρή κοπέλα, σεμνοτυφία, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

σεμνότης: -ητος, ἡ, σοβαρότης, ἀξιοπρέπεια, μεγαλοπρέπεια, μεγαλεῖον, ἱερότης, σεμνότητ’ ἔχει σκότον Εὐρ. Βάκχ. 486, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 8. 3, 1, Ἰσοκρ. 283C, Πλάτ. Μενέξ. 235Β· ἐπὶ τῆς σεμνότητος αὐθάδεις ὑπολαμβάνεσθαι Δημ. 1405. 16· ἡ σ. τοῦ ῥήματος ὁ αὐτ. 1452. 27· τῆς λέξεως Ἀριστ. Ρητ. 2. 17, 4. ΙΙ. ἐπὶ κακῆς σημασίας, ψευδὴς σοβαρότης, πεπλασμένη σπουδαιότης, τὸ πομπῶδες ἢ ἐπιδεικτικόν, Λουκ. Προμ. 7· καὶ ἐπὶ κορασίου, Εὐρ. Ι. Α. 1344.

Middle Liddell

σεμνότης, σεμνότητος, ἡ, σεμνός
I. gravity, solemnity, dignity, majesty, Eur., Xen.
II. in bad sense, solemnity, pompousness, Luc.; of a girl, prudery, Eur.

Chinese

原文音譯:semnÒthj 森挪帖士
詞類次數:名詞(3)
原文字根:莊重
字義溯源:端莊,尊敬,高貴,適當,端正;源自(σεμνός)=端莊的),而 (σεμνός)出自(σέβω)*=敬拜)
出現次數:總共(3);提前(2);多(1)
譯字彙編
1) 端莊(3) 提前2:2; 提前3:4; 多2:7

English (Woodhouse)

ceremoniousness, dignity, grandeur, magnificence, majesty, sanctity, stateliness, nobility of appearance, self importance

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Translations

magnificence

Catalan: magnificència; Finnish: suurenmoisuus; Greek: λαμπρότητα, μεγαλείο, μεγαλοπρέπεια; Ancient Greek: ἀγλαΐα, ἀγλαΐη, διαπρέπεια, δόξα, δόξις, λαμπρότης, μεγαλειότης, μεγαλοεργία, μεγαλομοιρία, μεγαλοπραγμοσύνη, μεγαλοπρέπεια, μεγαλοπρεπείη, μεγαλοψυχία, παράστασις, περιφάνεια, σεμνότης, τὸ διαπρεπές, τὸ σεμνόν, ὑπερφύεια, φιλοτίμημα Latin: magnificentia; Malayalam: ഉജ്ജ്വലത; Maori: marutunatanga; Middle English: deynte; Portuguese: magnificência; Spanish: magnificencia

shyness

Belarusian: сарамлі́васць; Breton: abafded, abafder; Catalan: timidesa, timiditat; Chinese Mandarin: 羞怯; Min Nan: pì-sù; Czech: plachost, stydlivost; Danish: genert; Finnish: ujous; French: timidité; Galician: timidez; German: Schüchternheit, Scheu, Scheuheit; Greek: ντροπαλότητα, ντροπαλοσύνη; Ancient Greek: αἰδοσύνη, αἰσχύνη, αἰσχυντηλία, ἀτολμία, δειλία, δειλίη, εὐλάβεια, εὐλαβίη, πτακισμός, σεμνότης, τὸ αἰσχυντηλόν, ὑποστολή; Hausa: kunya; Irish: cotadh; Kurdish Central Kurdish: شەرم‎; Latin: verecundia; Latvian: biklums, biklība; Malayalam: ലജ്ജ, നാണം; Maori: ninihi; Polish: nieśmiałość; Portuguese: timidez; Romanian: timiditate; Russian: скромность, застенчивость; Spanish: timidez; Swahili: soni; Telugu: బిడియం; Turkish: utangaçlık; Ukrainian: соромливість, сором'язливість