ἐξελάαν
From LSJ
Οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → Nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us
English (LSJ)
Ep. pres. inf. of ἐξελαύνω: ἐξελᾶν, Att. fut. inf.
French (Bailly abrégé)
inf. prés. épq. de ἐξελάω.
Russian (Dvoretsky)
ἐξελάαν: эп. inf. к ἐξελάω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξελάαν: Ἐπικ. ἀπαρ. ἐνεστ. τοῦ ἐξελαύνω: ἐξελᾶν ἀπαρέμ. τοῦ Ἀττ. μέλλ.
Greek Monotonic
ἐξελάαν: Επικ. απαρ. ενεστ. του ἐξελαύνω· ἐξελᾶν, Αττ. απαρ. μέλ. του ίδιου.