ἔνθα μὲν οὔτε βοῶν οὔτ' ἀνδρῶν φαίνετο ἔργα → from there no works of men or oxen appeared
pl. de ἰθύθριξ.
ἰθύτρῐχες: pl. к ἰθύθριξ.
ἰθύτρῐχες: οἱ, αἱ, πληθ. τοῦ ἰθύτριξ.
ἰθύτρῐχες: πληθ. του ἰθύθριξ.