ἱλαρία
English (LSJ)
ἡ, (ἱλαρός)
A = ἱλαρότης (cheerfulness, gaiety), Herod.Med. ap. Orib.5.27.20, Vett.Val.3.27, PFlor.391.43 (iii A.D.), dub. in Luc.Am.17; μετὰ πάσης χαρᾶς καὶ ἱλαρίας Sammelb.991 (iii A.D.).
II pet name for a γαλῆ, interpol. in Artem.3.28.
German (Pape)
[Seite 1250] ἡ, Heiterkeit, ψυχῆς Luc. Amor. 17, a. Sp.
Russian (Dvoretsky)
Greek (Liddell-Scott)
ἱλᾰρία: ῐ, ἡ, (ἱλαρός) = ἱλαρότης, Λουκ. Ἔρωτ. 17.