βαθύγλωσσος
From LSJ
νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness
English (LSJ)
ον, of unintelligible speech, λαός LXXEs.3.5: but expld. by ἐλλόγιμος, Hsch., Suid.
Spanish (DGE)
-ον
1 que tiene una lengua gangosa o extraña λαός LXX Ez.3.5 (var.).
2 elocuente Hsch., Sud.
Greek (Liddell-Scott)
βαθύγλωσσος: ἐλλόγιμος, εὔγλωττος, Ἡσύχ., Σουΐδ.