γλαυκινίδιον
From LSJ
νῦν εὐπλόηκα, ὅτε νεναυάγηκα → I made a prosperous voyage when I suffered shipwreck
English (LSJ)
[νῐ], τό, = γλαυκίδιον, Amphis 35.
Spanish (DGE)
(γλαυκῐνίδιον) -ου, τό
• Prosodia: [-νῐ-]
ict., dim. de γλαῦκος cazón pequeño Amphis 35.
Greek (Liddell-Scott)
γλαυκῑνίδιον: [νῐ], τό, = γλαυκίδιον, Ἄμφις Φιλετ. 1.