γλαυκινίδιον
From LSJ
τὸν τεθνηκότα μὴ κακολογεῖν → do not speak ill of the dead, speak no ill of the dead (Chilon the Spartan)
English (LSJ)
[νῐ], τό, = γλαυκίδιον, Amphis 35.
Spanish (DGE)
(γλαυκῐνίδιον) -ου, τό
• Prosodia: [-νῐ-]
ict., dim. de γλαῦκος cazón pequeño Amphis 35.
Greek (Liddell-Scott)
γλαυκῑνίδιον: [νῐ], τό, = γλαυκίδιον, Ἄμφις Φιλετ. 1.
German (Pape)
[κῑ], τό, s. γλαυκίδιον.