διιθυντήρ
From LSJ
Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab
English (LSJ)
ῆρος, ὁ, = διευθυντήρ, Man.4.40:—also διῑθ-υντής, οῦ, ὁ, Hsch.
Spanish (DGE)
(διῑθυντήρ) -ῆρος, ὁ
organizador, director c. gen. obj. ἀέθλων Man.4.40.
Greek (Liddell-Scott)
διιθυντήρ: ῆρος, = διευθυντήρ, Μανέθων 4. 40.