διάπυκνος
From LSJ
ὁ γὰρ μανθάνων κιθαρίζειν κιθαρίζων μανθάνει κιθαρίζειν → he who is learning the harp, learns the harp by harping
English (LSJ)
ον, v.l. for διάκοιλος in Dsc.4.114.
Spanish (DGE)
-ον
muy compacto, muy denso del tallo de una planta, Dsc.4.114 (cód.).
Greek (Liddell-Scott)
διάπυκνος: -ον, πολὺ πυκνός, Διοσκ. 4, 115.