ἀμφοδέω
From LSJ
Μισῶ πένητα πλουσίῳ δωρούμενον → Res pauper est odiosa, donans diviti → Ich hasse einen Armen, der demReichen gibt
English (LSJ)
miss, fail to meet, Rev.Egypt.1.208, Hsch. s.v. ἀβροτάξομεν; cf. ἀντ-, δι-, παρ-αμφοδέω.
Spanish (DGE)
extraviarse, SB 6265.7 (I a.C.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφοδέω: ἐκτρέπομαι τῆς ὁδοῦ, ἁμαρτάνω, Ἡσύχ. ἐν λέξει ἀβροτάζομεν.