ἀποκρέμασις
From LSJ
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
English (LSJ)
εως, ἡ, hanging down, Aët.3.7.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
colgajo, lo que cuelga κατὰ τὴν ἔκπτυξιν τῶν σκελῶν τε καὶ τὴν ἀποκρέμασιν euf. ref. al escroto y al miembro viril, Aët.3.7.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποκρέμᾰσις: ἡ, τὸ κρέμασθαι πρὸς τὰ κάτω, Ἀέτ. 3. 48: -ὡσαύτως ἀποκρέμασμα, ατος, τό, Εὐστ. 1334. 2.