ἀποθλιμμός
From LSJ
English (LSJ)
ὁ, oppression, Aq.Ex. 3.9.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
opresión ἑώρακα σὺν (sic) τὸν ἀποθλιμμὸν ὃν οἱ Αἰγύπτιοι ἀποθλίβουσιν αὐτούς Aq.Ex.3.9.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποθλιμμός: ὁ, καταπίεσις, Ἀκύλ. Παλ. Διαθ.
Full diacritics: ἀποθλιμμός | Medium diacritics: ἀποθλιμμός | Low diacritics: αποθλιμμός | Capitals: ΑΠΟΘΛΙΜΜΟΣ |
Transliteration A: apothlimmós | Transliteration B: apothlimmos | Transliteration C: apothlimmos | Beta Code: a)poqlimmo/s |
ὁ, oppression, Aq.Ex. 3.9.
-οῦ, ὁ
opresión ἑώρακα σὺν (sic) τὸν ἀποθλιμμὸν ὃν οἱ Αἰγύπτιοι ἀποθλίβουσιν αὐτούς Aq.Ex.3.9.
ἀποθλιμμός: ὁ, καταπίεσις, Ἀκύλ. Παλ. Διαθ.