ἄλεξις
English (LSJ)
-εως, ἡ, help, EM 59.23. Κῷοι ἄλεξιν τὸν Ἡρακλέα νομίζουσιν Aristid. 1.34J.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
ayuda, protección θεῖα ἄ. Hatsh.126.9 (I/II d.C.?), cf. EMα 791
• como epíclesis de héroes Κῷοι ... Ἄλεξιν τὸν Ἡρακλέα νομίζουσιν Aristid.Or.40.15.
German (Pape)
[Seite 93] ἡ, Schutz, Hülfe, Aristid.
Greek (Liddell-Scott)
ἄλεξις: -εως, ἡ, βοήθεια, Ἐτυμ. Μ. 59, 22. ΙΙ. Κῶοι δέ... καὶ ἄλεξιν τὸν Ἡρακλέα νομίζουσιν, Ἀριστείδ. τόμ. 1, σ. 60, ἔκδ. Γ. Δινδορφίου.
Greek Monolingual
ἄλεξις, η (Α) ἀλέξω
1. επικουρία, βοήθεια
2. ως επίθετο του Ηρακλή («Κῷοι ἄλεξιν τὸν Ἡρακλέα νομίζουσιν», Αριστείδ.).