ἐνοικάδιος
From LSJ
Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher
English (LSJ)
ον, = ἐνοικίδιος, γαλεοί Aret.CD1.4.
Spanish (DGE)
-ον doméstico γαλεοί Aret.CD 1.4.7, cf. ἐνοικίδιος.
German (Pape)
[Seite 849] = ἐνοικίδιος, Aret.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνοικάδιος: -ον, = ἐνοικίδιος, Ἀρετ. Χρον. Νούσ. Θεραπ. 1. 4.