περικρύβω

From LSJ
Revision as of 18:05, 6 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl\n\|elnltext.*}}\n)" to "$3$2$1")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

μὴ πιστεύσητε τοῖς ἀμαθεστέροις ὑμῶν αὐτῶν → do not believe those who are more ignorant than you yourselves

Source

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περικρύβω, alleen imperf. περιέκρυβεν, zie περικρύπτω.

Greek Monolingual

Α
βλ. περικρύπτω.

Greek (Liddell-Scott)

περικρύβω: περικρύπτω, συνέλαβεν Ἐλισάβετ ἡ γυνὴ αὐτοῦ, καὶ περιέκρυβεν ἑαυτὴν μῆνας πέντε Εὐαγγ. κατὰ Λουκ. α΄, 24.

Chinese

原文音譯:perikrÚptw 胚里-克呂普拖
詞類次數:動詞(1)
原文字根:四圍-藏
字義溯源:四圍封緊,掩藏,隱藏;由(περί / περαιτέρω)=周圍,關於)與(κρύπτω)*=隱藏)組成;其中 (περί / περαιτέρω)出自(πέραν)=那邊), (πέραν)又出自(πειράω)X*=穿過)。參讀 (ἀποκρύπτω)同義字
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編
1) 隱藏了(1) 路1:24