valor
From LSJ
Latin > English (Lewis & Short)
vălor: ōris, m. valeo,
I value: valor, τιμή, Gloss. Lab.
Latin > French (Gaffiot 2016)
vălor, ōris, m. (valeo), valeur : Gloss. Labb.
Spanish > Greek
αἰχμή, αἷμα, δοκιμότης, δύναμις, ἀγηνορία, ἀγηνορίη, ἀδεισία, ἀλκή, ἀνδραγαθία, ἀνδρεία, ἀνδρειότης, ἀνδρισμός, ἀνδρότης, ἀνορέα, ἀξία, ἀξίωμα, ἄλξ