v. trans.
P. and V. καταρρηγνύναι, σπαράσσειν (Plat.), Ar. and V. καταξαίνειν (also Xen.), διασπαράσσειν, διασπᾶσθαι, V. ῥηγνύναι (rare P. uncompounded), σπᾶν, κνάπτειν, ἀρταμεῖν, διαρταμεῖν. Rend in pieces: V. διαφέρειν, Ar. and V. διαφορεῖν. Rent: see rent.