ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματος → in the first harvest of a beard, in early manhood
ἁβρά: «τρυφερά, μαλακά», Ἡσύχ. Ἴδε ἁβρός.
ἁβρά: adv. Anacr., Anth. = ἁβρῶς.
delicadamente