ἀναμαρτήτως
From LSJ
τεκμαιρόμενοι προκατηγορίας οὐ προγεγενημένης → deducing from the fact that there was no previous accusation
French (Bailly abrégé)
adv.
sans se tromper.
Étymologie: ἀναμάρτητος.
Russian (Dvoretsky)
ἀναμαρτήτως:
1) безошибочно, безукоризненно Xen.;
2) не причиняя вреда Dem.