ἀπεριέργως
From LSJ
French (Bailly abrégé)
adv.
sans recherche, simplement.
Étymologie: ἀπερίεργος.
Russian (Dvoretsky)
ἀπεριέργως: просто, без затей Sext.
adv.
sans recherche, simplement.
Étymologie: ἀπερίεργος.
ἀπεριέργως: просто, без затей Sext.