adj.
P. ἀξιόλογος. Extraordinary: P. and V. θαυμαστός, δεινός, ἀμήχανος, Ar. and P. δαιμόνιος, θαυμάσιος, V. ἔκπαγλος. Preeminent: P. and V. ἐκπρεπής, διαπρεπής, V. ἔξοχος, ὑπέροχος.