ἐκδίκως
From LSJ
Οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → Nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us
French (Bailly abrégé)
adv.
injustement.
Étymologie: ἔκδικος.
Russian (Dvoretsky)
ἐκδίκως: беззаконно, несправедливо Trag.