ετοιμόδακρυς
From LSJ
οὐκ ἐπιθυμήσεις τὴν γυναῖκα τοῦ πλησίον σου → thou shalt not covet thy neighbor's wife, thou shalt not covet thy neighbour's wife, you shall not covet your neighbor's wife, you shall not covet your neighbour's wife
Greek Monolingual
ἑτοιμόδακρυς (ετοιμοδάκρυος), -υ (Μ)
ο επιρρεπής στα δάκρυα, αυτός που δακρύζει εύκολα («συμπαθεῖς οἱ ἥρωες... καὶ ἑτοιμοδάκρυες», Ευστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < έτοιμος + δάκρυ].