ὁ δὲ πείσεται εἰς ἀγαθόν περ → he will obey you to his profit, he will obey you for his own good end
ο (ΑΜ ἀναγωγεύς) ἀναγωγή
αυτός που οδηγεί κάτι από κάτω προς τα επάνω
νεοελλ.
αυτός που μετατρέπει κάτι στην απλούστερη μορφή του
μσν.
ιμάντας για την ανάρτηση και τη μεταφορά της ασπίδας
αρχ.
στον πληθ. οἱ ἀναγωγεῖς
τα λουριά με τα οποία στερεώνονταν τα σανδάλια στα πόδια.